απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… … Dictionary of Greek
λειχενίνη — η (βιοχ.) γλυκίδιο μεγάλου μοριακού βάρους, διαλυτό σε βραστό νερό, το οποίο απαντά στις λειχήνες και ιδιαίτερα στο είδος Cetraria islandica, τού οποίου συνιστά τη γλοιώδη ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lichenine < lichen < λατ … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην … Dictionary of Greek
σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… … Dictionary of Greek
σπατουλάρω — Ν [σπάτουλα] 1. απλώνω πολτώδες υγρό και λειαίνω την επιφάνεια του με τη χρησιμοποίηση σπάτουλας 2. μτφ. κολακεύω με γλοιώδη τρόπο … Dictionary of Greek
αμφιούμη ή αμφιώμη — (amphiuma). Γένος κερκοφόρων αμφιβίων της οικογένειας των αμφιουμιδών. Ζουν στους βάλτους και στα έλη των νοτιοανατολικών πολιτειών των ΗΠΑ. Το μήκος του σώματός του φτάνει το 1 μ., αν και συνήθως κυμαίνεται από 60 έως 75 εκ. Επειδή είναι… … Dictionary of Greek
ανάναρκος — (ananarkus). Γένος κητωδών ψαριών της οικογένειας των φαλαινιδών. Τα κήτη αυτά, που ο τύπος τους είναι μεταξύ δελφινιού και φάλαινας, ζουν στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, και ιδίως στις ακτές της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας και της Σπιτσβέργης. Είναι … Dictionary of Greek